- ἐξοικισμός
- ἐξοικισμόςexpulsion of inhabitantsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξοικισμός — ἐξοικισμός, ο (AM) [εξοικίζω] εκδίωξη, βίαιη απομάκρυνση τών ανθρώπων από τα σπίτια τους ή την πατρίδα τους … Dictionary of Greek
ἐξοικισμόν — ἐξοικισμός expulsion of inhabitants masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)